στηλῖτις
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Spanish
grabada en una estela, denunciada como infame
Russian (Dvoretsky)
στηλῖτις: дор. στᾱλῖτις, ῐδος adj. f похожая на столб (πέτρα Anth.).