σταλῖτις
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ιδος, ἡ, Dor. for στηλῖτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στᾱλῖτις -ιδος, ἡ Dor. voor στηλῖτις.
Russian (Dvoretsky)
στᾱλῖτις: ῐδος adj. f дор. = * στηλῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
σταλῖτις: -ιδος. ἡ, Δωρ. ἀντὶ στηλῖτις.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. στηλῖτις.
Greek Monotonic
σταλῖτις: Δωρ. αντί στηλῖτις.