λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.
inf. ao.2 épq. de ἔχω.
see ἔχω.
σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.
σχέμεν: эп. = σχεῖν.