συναλιάζω

Revision as of 08:59, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Greek Monolingual

Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].

Russian (Dvoretsky)

συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω