συναλίζω
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
(A), aor. συνήλισα Hdt.1.176, συνάλισα ib.125:—bring together, collect, assemble, τινας Hdt.1.125; σ. ἐς τὴν ἀκρόπολιν τὰς γυναῖκας ib.176, cf. 2.111; τοὺς ἐπιεικεστάτους . . πρὸς τὴν σκηνήν X. HG1.1.30:—Pass., come together, assemble, Hdt.1.62, 5.15,102, X.An.7.3.48, etc.; σ. εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας Id.Cyr.1.2.15; of things, τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ μυελοῦ σ. Hp.Oss.15; βορβόρου περὶ αὐτὰ συναλισθέντος Arist.GA763a33.(B), in Pass., eat salt with, eat at the same table with, Act. Ap.1.4, Man.5.339; συναλίζεται = convescitur, Gloss. (Cf. ἅλς, σύναλος; συναυλιζόμενος is v.l. in Act.Ap. l.c.)
French (Bailly abrégé)
rassembler, réunir;
Moy. συναλίζομαι;
1 se rassembler;
2 entrer dans une réunion, dans une classe.
Étymologie: σύν, ἁλίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾱλίζω, Ion. ook ξυνᾱλίζω, Dor. συναλιάζω bijeenbrengen, verzamelen
German (Pape)
[ᾱλ], zusammenbringen, versammeln; χρησμῶν ἀοιδοὺς πάντας εἰς ἓν συναλίσας, Eur. Hipp. 652; Her. 1.176, 2.111, 7.13; und pass., zusammen kommen, sich versammeln, 1.62, 5.15, 102; Xen. Cyr. 1.4.14 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνᾱλίζω:
1 созывать, собирать (τινάς Her., Xen.; med. NT);
2 med. собирать свои силы: συναλίσθαι καὶ τὴν πρὸς θαλάσσης ἐσβολὴν φυλάσσειν Her. собрать свое войско и выжидать вторжения с моря;
3 присоединять, приобщать: εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι Xen. присоединяться к обществу зрелых мужей; βόρβορος περί τι συναλισθείς Arst. облепившая что-л. грязь.
English (Strong)
from σύν and halizo (to throng); to accumulate, i.e. convene: assemble together.
English (Thayer)
(σύν, and ἁλίζω from ἁλής, crowded, in a mass; (cf. ἅλυσις, at the beginning)); to gather together; assemble; passive present participle συναλιζόμενος; to be assembled, meet with: τίνι, with one, αὐτοῖς is to be supplied. (Herodotus, Xenophon, (Plutarch, de placit. Philippians 902), Josephus, Lucian, Jamblichus.) (Bat Meyer defends the rendering given by some of the ancient versions (cf. Tdf. s note at the passage) eating with (deriving the word from συναλος), so A. V. and R. V. marginal reading; such passages as Manetho 5,339; Clement, hom. 13,4 (although Dressel after manuscript Ottob. reads here συναυλίζω — yet the recogn. 7,29 renders cibum sumimus); Chrysostom 3:88c. (edited by Migne 3:1:104 middle); 89a. (ibid. bottom); 91d. (ibid. 107 middle), seem to give warrant for this interpretation; cf. Valckenaer, Opuscc. ii, p. 277f. But see at length Woolsey in the Bib. Sacr. for Oct. 1882, pp. 605-618.)
Greek Monolingual
(I)
Α
1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.)
2. παθ. συναλίζομαι
(για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλίζω (Ι) «συνάγω, συναθροίζω»].
(II)
Α
παθ. συναλίζομαι
1. τρώω αλατισμένο φαγητό μαζί με άλλον, τρώω στο ίδιο τραπέζι («καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) συναναστρέφομαι («πῆμα λυγρῷ γαμέτῃ συναλιζόμενον κακόηθες», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλίζω (II) «παρέχω αλάτι ή αλμυρή τροφή»].
Greek Monotonic
συναλίζω: αόρ. βʹ συνήλισα, φέρνω στο ίδιο σημείο, συνάγω, συγκαλώ, συναθροίζω, συλλέγω, σε Ηρόδ. — Παθ. έρχομαι από κοινού, συναθροίζομαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για μεμονωμένο πρόσωπο, συνεταιρίζομαι με κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συναλίζω: ἀόρ. συνήλισα· ― ἄγω εἰς ταὐτόν, συνάγω, συναθροίζω, τινὰς Ἡρόδ. 1. 125· σ. ἐς τὴν ἀκρόπολιν τὰς γυναῖκας αὐτόθι 176, πρβλ. 2. 111· τοὺς ἐπιεικεστάτους… πρὸς τὴν σκηνὴν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30. ― Παθ., ἔρχομαι ὁμοῦ, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62., 5. 15. 102, Ξεν., κλπ.· σ. εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 2, 15· ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου, συνεταιρίζομαι μετά τινος ἄλλου, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 4. ― ἐπὶ πραγμάτων, τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ μυελοῦ σ. Ἱππ. 278. 55· βορβόρου περὶ αὐτὰ συναλισθέντος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 31.
Middle Liddell
aor2 συνήλισα
to bring together, collect, Hdt.:—Pass. to come together, assemble, Hdt., Xen., etc.; of a single person, to associate with others, NTest.
Chinese
原文音譯:sunal⋯zw 尋-阿利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-鹽)
字義溯源:和好,聚集,聚集時,同喫,同住;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁλίζω)X*=擠集)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 聚集時(1) 徒1:4