συμπεριστρέφομαι

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριστρέφομαι Medium diacritics: συμπεριστρέφομαι Low diacritics: συμπεριστρέφομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΑΙ
Transliteration A: symperistréphomai Transliteration B: symperistrephomai Transliteration C: symperistrefomai Beta Code: sumperistre/fomai

English (LSJ)

Pass.,

   A revolve along with, τῷ οὐρανῷ, of the fixed stars, Arist. Mu.392a10, cf. Gem.5.62; τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Plu.2.927c; of pain in colic, Gal.8.384.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριστρέφομαι: περιστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ οὐρανῷ σ., ἐπὶ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7· τὸ πῦρ τῇ δίνῃ Πλούτ. 2. 927D.

Greek Monolingual

ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ περιστρέφω
περιστρέφομαι μαζί με άλλον («τῶν ἄστρων τὰ μὲν ἀπλανῆ τῷ σύμπαντι οὐρανῷ συμπεριστρέφονται», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπεριστρέφομαι: вместе вращаться, кружиться: τῷ σύμπαντι οὐρανῷ σ. Arst. вращаться вместе со всем небесным сводом; τῇ δίνῃ σ. Plut. совершать вихревое движение.