ἀάζω

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (0)

English (LSJ)

   A breathe with the mouth wide open, Arist.Pr.964a11. (Onomatopoeic word, for ἀἅζω, make the sound aha!)

German (Pape)

[Seite 1] (ἄω, ἄζω), (mit offnem Munde ausathmen), hauchen, Arist. Probl. 34, 7 dem φυσᾶν διὰ στενοῦ τοῦ στόματος entgegengesetzt, ὁ δὲ ἀάζων ἀθρόον ἐκπνεῖ S. auch ἄζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀάζω: μελ. άσω, ἐκπνέω ἔχων τὸ στόμα ἀνοικτόν, ἐκπέμπω θερμὴν πνοὴν (χουχουλιάζω), καθὼς ὅταν θερμαίνωμεν τὰς χείρας ἡμῶν· ἀντίκειται δὲ τῷ φυσῶ· «φυσῶσι μὲν γὰρ ψυχρόν, ἀάζουσι δὲ θερμόν· ὁ μὲν γὰρ φυσῶν κινεῖ τὸν ἀέρα οὐκ ἀθρόως, ἀλλὰ διὰ στενοῦ τοῦ στόματος, ὁ δὲ ἀάζων ἀθρόον ἐκπνεῖ, διὸ θερμόν». Ἀριστοτέλ. Προβλ. λδ΄. 7.

Spanish (DGE)

exhalar el aliento καὶ γὰρ τοῦτο ... ἐγγύθεν μέν ἐστι θερμόν, ὥσπερ καὶ ὅταν ἀάζωμεν Arist.Mete.367b2, cf. Pr.964a16
op. φυσᾶν Arist.Pr.964a11.

• Etimología: Tal vez onomat., rel. c. ἄζω, de ἆ; aunque tb. pudiera ponerse en rel. c. ἄημι q.u.

Russian (Dvoretsky)

ἀάζω: выдыхать (θερμόν Arst.).