ἄγριππος

From LSJ
Revision as of 11:45, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγριππος Medium diacritics: ἄγριππος Low diacritics: άγριππος Capitals: ΑΓΡΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ágrippos Transliteration B: agrippos Transliteration C: agrippos Beta Code: a)/grippos

English (LSJ)

ὁ, Lacon. name for the

   A wild olive, Suid., etc.; prov., ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60; in Hsch. ἄγριφος.

German (Pape)

[Seite 23] ὁ, bei den Laconiern der wilde Oelbaum, nach Zenob. 1, 60, der das Sprichwort ἀκαρπότερος ἀγρίππου anführt.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγριππος: ὁ, Λακων. ὄνομα τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Σουΐδ. κτλ.: Παροιμ., ἀκαρπότερος ἀγρίππου, ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων εἴρηται· Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν, Ζηνοβ. ἐπιτ. Παροιμ. 1, 60· παρ’ Ἡσυχ. ἄγριφος, ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. Schmidt ἀγρίφος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): ἄγριπος Fr.Lex.I.10; ἄγριφος Hsch.

• Morfología: [ac. lacon. ἀγρίππαν Prou.Bodl.193]
n. lacon. para el acebuche Hsch.l.c., Sud.
en prov., de los que por mucho que trabajen nunca salen de pobres ἀκαρπότερος ἀγρίππου Zen.1.60, Prou.Bodl.l.c.