Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Menander, Monostichoi, 353Greek (Liddell-Scott)
βυτίνη: ἡ, = πυτίνη, λέξις Ταραντίνη, Ἡσύχ. ― Ἴδε καὶ Λεξ. Κουμανούδη ἐν λ. β(υ)τινάριον.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
= λάγυνος ou ἀμίς chez les Tarentins HSCH.
Étymologie: DELG pê emprunt.
Spanish (DGE)
v. πυτίνη.