ἐμύς
From LSJ
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
English (LSJ)
or ἑμύς, ύδος, ἡ,
A fresh-water tortoise, esp. Emys lutaria, Arist. HA558a8, al.; also ὁ, ib.600b22.
German (Pape)
[Seite 818] od. ἑμύς, ύδος, ἡ, Wasser- oder Sumpfschildkröte, Arist. H. A. 2, 15. 5, 33 u. öfter, mit schwankender Schreibung.
Greek Monolingual
η και ο (Α ἐμύς και ἑμύς)
νεοελλ.
ζωολ. γένος αμφίβιων ερπετών της οικογένειας τών τεστουδινιδών που περιλαμβάνει 10 περίπου είδη χελωνών
αρχ.
χελώνα τών γλυκών νερών.