ἔρεβος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους, épq. -ευς (τό) :
1 obscurité, ténèbres en parl. des enfers ; l’Érèbe, les enfers ; qqf en parl. du fond de la mer ἔρεβος ὕφαλον SOPH l’abîme sous-marin;
2 n. pr. Erébos, fils du Chaos.
Étymologie: cf. ἐρέφω.
Greek Monotonic
ἔρεβος: τό, Αττ. γεν. Ἐρέβους, Ιων. Ἐρέβευς, Επικ. Ἐρέβεσφιν· Έρεβος, τόπος απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔρεβος ὕφαλον, το σκοτάδι της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρεβος: ους и εος τό (эп. gen. ἐρέβευς, ἐρέβεσφιν и ἐρέβευσφιν) мрак, тьма Anth.: ἔ. ὕφαλον Soph. подводная тьма, морская пучина.