ἔροτις

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

German (Pape)

[Seite 1033] ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.

Greek Monolingual

ἔροτις, ἡ (Α)
εορτή, πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος και εορτή].

Greek Monotonic

ἔροτις: ἡ, Αιολ. αντί ἑορτή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔροτις: ἡ эол. Eur. = ἑορτή.