ἔροτις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
German (Pape)
[Seite 1033] ἡ, äol. dasselbe, Eur. El. 625; vgl. Giese Aeol. Dial. S. 286.
Greek Monolingual
ἔροτις, ἡ (Α)
εορτή, πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Fέροτις. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με τα έρανος και εορτή].
Greek Monotonic
ἔροτις: ἡ, Αιολ. αντί ἑορτή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἔροτις: ἡ эол. Eur. = ἑορτή.