Ἰταλία
From LSJ
τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A Italy, Hdt.1.24, etc. [Ιτ-, S.Ant.1119 (lyr.), Call.Dian.58.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἰταλία: Ἰων. -ίη, ἡ, Ἠρόδ. 1. 24, κτλ. Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐκτείνεται ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Σοφ. Ἀντ. 1119, Καλλ. εἰς Ἥραν 58, ὡς τὸ Italia παρ’ Οὐεργιλίῳ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Italie.
English (Strong)
probably of foreign origin; Italia, a region of Europe: Italy.
Greek Monotonic
Ἰταλία: Ιων. -ίη, ἡ, η Ιταλία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰτᾰλίᾱ: ион. Ἰτᾰλίη (ῐ и ῑ) ἡ Италия Her., Xen. etc.