κραγγών

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραγγών Medium diacritics: κραγγών Low diacritics: κραγγών Capitals: ΚΡΑΓΓΩΝ
Transliteration A: krangṓn Transliteration B: krangōn Transliteration C: kraggon Beta Code: kraggw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, a kind of καρίς, prob.

   A Squilla mantis, Arist.HA 525b2: with v.l. κράγγη, ἡ, ib.21,29.    II = κίσσα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κραγγών: -όνος, ἡ, εἶδος καρίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2· κατωτ. 6, ὑπάρχει διάφ. γραφ. κράγγη, ἡ. ΙΙ. = κίσσα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραγγών, -όνος και κράγγη, ἡ (Α)
1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.].

Russian (Dvoretsky)

κραγγών: όνος ὁ предполож. креветка (Squilla mantis или Penaeus sulcatus) Arst.