λώγασος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

German (Pape)

[Seite 76] ὁ, Ochsenziemer, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λώγασος: ὁ, μάστιξ ἐκ δέρματος ταύρου, «ταυρεία μάστιξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λώγασος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταυρεία μάστιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το λωγάνιον].