ναϊάς
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
German (Pape)
[Seite 227] άδος, ἡ, die Najade, Fluß- od. Wassernymphe, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. u. folgde Dichter; auch in späterer Prosa. – Auch ναΐς, ναΐδος, Anyte, 10 (IX, 745), Alciphr. 3, 11.
Greek Monolingual
(I)
και ναΐς, η
1. βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. naias < νεολατ. Naiad - Naias < λατ. naias < Ναϊάς «νύμφη»].