σάβανον
English (LSJ)
τό,
A linen cloth or towel, Hippiatr.97, al., Sammelb.7033.40 (pl., v A.D.), PKlein.Form.83 (vi A.D.), Alex. Trall.Febr.4, Cat.Cod.Astr.6.64; cf. σαβακάθιον.
German (Pape)
[Seite 856] τό, ein leinenes Tuch, besonders zum Abtrocknen im Bade, sabanum, Clem. Al. paedag.
Greek (Liddell-Scott)
σάβᾰνον: τό, λινοῦν ὕφασμα, «ποδιὰ» τοῦ λουτροῦ ἀπὸ χονδρόπανον, Λατ. sabanum, Κλήμ. Ἀλ. 190· ― ὡσαύτως σαβακάθιον, τό, Ἡσυχ. ἐν λεξ. κεκρύφαλος, σαββακ- Φώτ., σαβάκανον Ἡσύχ. ἐν λέξ. κρύφαλον.