πατρῴζω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
A = πατριάζω, Hdn.1.7.1, Alciphr.3.14, Them. Or.5.71b : c. acc. modi, π. τὴν σοφίαν Philostr. VA6.16 ; τὴν δεινότητα Id.VS2.9.3.