λαλάζω

Revision as of 23:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A = λαλαγέω, ὥστε κῦμα λ. Anacr.90; but λαλάξαι· τὴν γλῶσσαν ἐξελεῖν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 9] wie λαλαγέω, schwatzen, plaudern, Hesych.; von den plätschernden od. rauschenden Wellen des Meeres, Anacr. bei Ath. X, 447 a.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλάζω: λαλαγέω, θορυβῶ, ἠχῶ, ὥστε κῦμα λ. Ἀνακρ. 90˙ - λαλάξαντες˙ «βοήσαντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λαλάζω (Α) (ποιητ. τ.) λαλώ
1. θορυβώ, ηχώ, αντηχώ («μηδ' ὥστε κῡμα πόντιον λάλαζε», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λαλάξαι
τὴν γλῶσσαν ἐξελεῑν».

Russian (Dvoretsky)

λᾰλάζω: Anacr. = λαλαγέω.