ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(I)
-η, -ο
ο ταπεινής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀγενής.———————— (II)
-η, -ο γένι
1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος
2. άπειρος.