θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(I)
-η, -ο
ο ταπεινής καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίθ. ἀγενής.
(II)
-η, -ο γένι
1. αυτός που δεν έχει ακόμη γένια, αγένειος, αγένειαστος
2. άπειρος.