στύπη
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
German (Pape)
[Seite 959] ἡ, auch στύππη, Werg, der grobe Theil des Flachses od. Hanssteugels, der sich zunächst an der harten, holzigen Rinde στύπος befindet, stupa, vgl. Lob. Phryn. 261.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
βοτ. βλ. στύπα.———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στύπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.].
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
βοτ. βλ. στύπα.———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στύπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.].