ἀσφαλίζομαι
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
Greek Monotonic
ἀσφᾰλίζομαι: Αττ. Μέσ. μέλ. -ιοῦμαι· κάνω κάτι ασφαλές, εξασφαλίζω, διασφαλίζω, σιγουρεύω, σε Καινή Διαθήκη