συρικτήρ
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
[Seite 1040] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Leon. Tar. 1 (V, 206).
σῡρικτήρ: συρικτής, ἴδε ἐν λ. συριστής.
ὁ, Α
συριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (< σῦριγξ, σύριγγος) + επίθημα -τήρ (πρβλ. σφιγκ-τήρ)].
σῡρικτήρ: -ῆρος, ὁ, = συριστής, σε Ανθ.