=οἴχομαι (q.v.).
οἰχέομαι: οἴχομαι, ὃ ἴδε.
οἰχέομαι και οἰχεῡμαι (Α)βλ. οίχομαι.
οἰχέομαι: = οἴχομαι, σε Ανθ.
οἰχέομαι: стяж. Anth. οἰχεῦμαι = οἴχομαι.