οἰχέομαι
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
German (Pape)
= οἴχομαι; praes. nur bei Leon.Tar. 90 (VII.273), οἰχεῦμαι, von einem Gestorbenen gesagt; die anderen tempp. s. unter οἴχομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἰχέομαι: стяж. Anth. οἰχεῦμαι = οἴχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
οἰχέομαι: οἴχομαι, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
οἰχέομαι και οἰχεῡμαι (Α)
βλ. οίχομαι.
Greek Monotonic
οἰχέομαι: = οἴχομαι, σε Ανθ.