πηχύνομαι

From LSJ
Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek (Liddell-Scott)

πηχύνομαι: μέσ., λαμβάνω ἀνὰ χεῖρας, ἐναγκαλίζομαι, χείρεσσι Ριανὸς ἐν Ἀνθ. Π. 12. 121, Ὀππ. Ἁλ. 4. 286, Νόνν. Δ. 9. 30· ― ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 972 χρῆται τῷ ἐνεργ. πηχύνω ἐπὶ ὁμοίας ἐννοίας, πρβλ. Νόνν. Δ. 25. 177.

Greek Monotonic

πηχύνομαι: [ῡ], Μέσ., παίρνω ανάμεσα στα χέρια μου, εναγκαλίζομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηχύνομαι: (ῡ) заключать в объятия, обнимать (τινα χέρεσσιν Anth.).