ὑποστένω

Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A moan in a low tone, S.El.79; ὑποστένοι μέντἂν ὁ . . λεώς would grumble, Ar.Ach.162, cf. Charito 6.2; gloss on ὑποστεναχίζω, Sch.Il.Oxy.1086.45.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστένω: στενάζω χαμηλοφώνως, ἀρχίζω νὰ στενάζω, Σοφ. Ἠλ. 79· ὑπογογγύζω, ἀγανακτῶ, ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεὼς Ἀριστοφ. Ἀχ. 162· πρβλ. ὑποστενάζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
pousser des gémissements sourds et étouffés.
Étymologie: ὑπό, στένω.

Greek Monolingual

Α
1. στενάζω ήρεμα
2. γογγύζω («ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεώς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στένω «στενάζω»].

Greek Monotonic

ὑποστένω: αναστενάζω χαμηλόφωνα, αρχίζω να αναστενάζω, σε Σοφ.· γογγύζω, αγανακτώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστένω: тихо стонать, глухо вздыхать Soph., Arph., Luc.