ὑποστεναχίζω

English (LSJ)

(v.l. ὑποστοναχίζω), groan beneath, γαῖα δ' ὑπεστενάχιζε Διί Il.2.781.

French (Bailly abrégé)

gémir ou retentir par-dessous.
Étymologie: ὑπό, στεναχίζω.

German (Pape)

darunter stöhnen, erseufzen, Il. 2.781. S. auch ὑποστοναχίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστενᾰχίζω: Hom., Hes. = ὑποστένω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστεναχίζω: ἢ -στοναχίζω, στενάζω ὑποκάτω, γαῖα δ’ ὑπεστενάχιζε Διὶ ὡς τερπικεραύνῳ χωομένῳ Ἰλ. Β. 781, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 843.

English (Autenrieth)

groan under; τινί, Il. 2.781†.

Greek Monolingual

και επικ. τ. ὑποστοναχίζω Α
στενάζω καθώς βρίσκομαι κάτω από κάτι («γαῖα δ' ὑπεστενάχιζε Διὶ ὡς τερψικεραύνῳ χωομένῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στεναχίζω / στοναχίζω «στενάζω»].

Greek Monotonic

ὑποστενᾰχίζω: ή -στοναχίζω, στενάζω κάτω από, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

-στοναχίζω
to groan beneath one, c. dat., Il., Hes.