λιθογλύφος

Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A sculptor, Luc.Somn.18, Gal.1.7; engraver, Dsc.5.147 (v.l. -γράφος); title of play by Philemon, Did.in D.9.62.

German (Pape)

[Seite 45] ὁ, = λιθογλύπτης, Luc. somn. 18.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ, γλύπτης λίθων, Λουκ. Ἐνύπν. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: λίθος, γλύφω.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογλύφος)
1. ο λιθογλύπτης
2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο-γλύφος, τοκο-γλύφος].

Greek Monotonic

λῐθογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης της πέτρας, σε Λουκ.