Συρακόσιος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος
   1 Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)

Greek Monolingual

-α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
βλ. Συρακουσιος.