δύσοιμος

Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, acc. to Sch. and Hsch.,

   A = δύσοδος, τύχα δ. A.Ch.945 (lyr.); or perh. (οἴμη), a sad theme, cf. δύσοιμος· ἐπὶ κακῷ ἥκουσα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 685] = δύσοδος; – übertr., τύχη Aesch, Ch. 945.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοιμος: -ον, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., = δύσοδος, τύχη δ. Αἰσχύλ. Χο. 945· -ἀλλ. (ἐκ τοῦ οἵμη).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le chemin est difficile, inaccessible.
Étymologie: δυσ-, οἶμος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῠ-]
difícil de pasar, de mal camino, e.e. funesto τύχα A.Ch.945.

Greek Monolingual

δύσοιμος, -ον (Α)
δύσκολος, δυσμενήςδύσοιμος τύχη»).

Greek Monotonic

δύσοιμος: -ον, = δύσοδος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσοιμος: ведущий к несчастью, т. е. роковой (τύχη Aesch.).