δύσοιμος
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
δύσοιμον, acc. to Sch. and Hsch., = δύσοδος, τύχα δ. A.Ch.945 (lyr.); or perhaps (οἴμη), a sad theme, cf. δύσοιμος· ἐπὶ κακῷ ἥκουσα, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
difícil de pasar, de mal camino, e.e. funesto τύχα A.Ch.945.
German (Pape)
[Seite 685] = δύσοδος; – übertr., τύχη Aesch, Ch. 945.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le chemin est difficile, inaccessible.
Étymologie: δυσ-, οἶμος.
Russian (Dvoretsky)
δύσοιμος: ведущий к несчастью, т. е. роковой (τύχη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσοιμος: -ον, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., = δύσοδος, τύχη δ. Αἰσχύλ. Χο. 945· -ἀλλ. (ἐκ τοῦ οἵμη).
Greek Monolingual
δύσοιμος, -ον (Α)
δύσκολος, δυσμενής («δύσοιμος τύχη»).
Greek Monotonic
δύσοιμος: -ον, = δύσοδος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-οιμος, ον = δύσοδος, Aesch.]