ἀμφιδάκρυτος

Revision as of 16:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A all-tearful, πόθος E Ph.330.

German (Pape)

[Seite 137] sehr beweint, thränenreich, Eur. Phoen. 332.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en larmes.
Étymologie: ἀμφί, δακρύω.

Spanish (DGE)

(ἀμφιδάκρῡτος) -ον de mucho llanto πόθος E.Ph.330.

Greek Monolingual

ἀμφιδάκρυτος, -ον (Α)
ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δακρυτός < δακρύω.

Greek Monotonic

ἀμφιδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδάκρῡτος: льющий обильные слезы (πόθος Eur.).