κυανόχρους

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ουν (Α κυανόχρους, -ουν και -οος, -οον και κυανόχρως, -ων)
νεοελλ.
γαλάζιος, θαλασσής
αρχ.
αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ.
β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. σιτό-χρους, υαλό-χρους). Ο τ. κυανόχρως < κύανος + χρώς «επιδερμίδα, χροιά» (πρβλ. κηρό-χρως, ροδό-χρως)].