βαλλαντιοτόμος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ὁ,
A cutpurse, footpad, Ecphantid.4, TeleclId.15, Aeschin.3.207, v. l. in Pl.R.552d (leg. βαλλαντιᾱτόμοι (βαλ- codd. AF)); τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, prob. for τοῖς βαλαντιοτόμοις, Ar.Ra.772.
French (Bailly abrégé)
c. βαλαντιοτόμος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαλαντιοτόμος Philostr.VA 4.22
cortabolsas, ratero Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.Ra.772, Pl.R.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.
Greek Monotonic
βαλλαντιοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ.