ἀσάομαι
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monotonic
ἀσάομαι: Παθ. προστ. ἀσῶ, μτχ. ἀσώμενος, αόρ. αʹ ἠσήθην (ἄση)· αισθάνομαι αηδία ή ναυτία, είμαι αηδιασμένος ή προσβεβλημένος από κάτι, με δοτ., σε Θέογν.· τὴν ψυχὴν ἀσηθῆναι, σε Ηρόδ.· ἀσώμενος ἐν φρεσί, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσάομαι: (ᾰσ)
1) досадовать, быть удрученным (τὴν ψυχὴν ἐπί τινι Her.; ἀσώμενος ἐν φρεσίν Theocr.);
2) испытывать боль, страдать (ἀσῶνται αἱ γυναῖκες κύουσαι Arst.).