εὐπαθέω

Revision as of 15:55, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

   A enjoy oneself, make merry, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Hdt.2.133,174; indulge oneself, live comfortably, Pl.R.347c; of the soul, τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ Id.Phdr. 247d; opp. δυστυχέω, D.C.56.45.    2 receive benefits, ὑπό τινος from one, Plu.2.176b (better divisim).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰθέω: διάγω εὐάρεστον τὸν βίον, εὐφραίνομαι, εὐθυμῶ, πίνειν καὶ εὐπαθέειν Ἡρόδ. 2. 133, 174, Πλάτ. 347C· ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 247D· ἴδε εὐπάθεια· ἀντίθετον τῷ δυστυχέω, Δίων Κ. 56. 45. 2) λαμβάνω εὐεργεσίας, εὐεργετοῦμαι, ὑπό τινος Πλούτ. 2. 176Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 vivre dans les plaisirs, mener une vie de plaisirs;
2 être bien traité.
Étymologie: εὐπαθής.

Greek Monotonic

εὐπᾰθέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, ευθυμώ, χαίρομαι, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰθέω:
1) предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);
2) филос. упиваться блаженством Plat.;
3) пользоваться благодеяниями (ὑπό τινος Plut.).