ἐφικάνω

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ᾱ], = sq.,

   A χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od.11.196; ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm.1.1.

German (Pape)

[Seite 1119] = Folgdm; als Tmesis rechnet man hierher χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od. 11, 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφικάνω: τῷ ἑπομ., χαλεπὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Ὀδ. Λ. 196.

Greek Monolingual

διαφ. τ. του αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»].

Greek Monotonic

ἐφικάνω: = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.