Ποντοπόρεια

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek (Liddell-Scott)

Ποντοπόρεια: ἡ, Νηρηΐς τις, οἱονεὶ ἡ τὴν θάλασσαν διερχομένη, ποντοπόρος, Ἡσ. Θ. 256· μεταγεν. ὡς ἐπίθετον, ποιητ. θηλ. τοῦ ποντοπόρος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. ποντοπορία, ἡ, ἡ διὰ θαλάσσης πορεία, Ἐπιφάν. 275D, κατά τινας γράφεται ποντοπορεία ἐκ τοῦ ποντοπορεύω.

Greek Monotonic

Ποντοπόρεια: ἡ, η Νηρηΐδα, αυτή που διασχίζει τη θάλασσα, σε Ησίοδ.