καταναθεματίζω

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 1365] verwünschen, N. T.

French (Bailly abrégé)

anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.

Greek Monolingual

καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη