προσχρίμπτω

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ep. ποτι-,

   A touch, graze, Orph.L.53 (Med.).

German (Pape)

[Seite 789] daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52. daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52.

Greek (Liddell-Scott)

προσχρίμπτω: ἐγγίζω, ἐπιψαύω, Δωρικ. ποτιχρ-, κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ ὠτὶ χρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 84, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 53.

Greek Monolingual

Α
ψαύω, αγγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χρίμπτω «πλησιάζω»].

Greek Monotonic

προσχρίμπτω: Δωρ. ποτι-, μέλ. -ψω, έρχομαι κοντά, αγγίζω, πλησιάζω, σε Αισχύλ.