τετραδεῖον

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1097] τό, auch τετράδιον, eine Zahl von vieren, vier zusammengehörige Dinge, Quaterne, Sp., wie N. T. u. Suid.

Greek Monotonic

τετρᾰδεῖον: τό (τετράς), αυτός που αποτελείται από τέσσερα κομμάτια, στρατιωτικό απόσπασμα από τέσσερις άνδρες· όπως και σήμερα, τετράδιο με τέσσερα φύλλα, σε Καινή Διαθήκη