τετράδραχμον

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monotonic

τετράδραχμον: τό, αργυρό νόμισμα τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τετράδραχμον: τό монета в четыре драхмы, четырехдрахмовик Plat., Plut.