τετράδραχμον
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monotonic
τετράδραχμον: τό, αργυρό νόμισμα τεσσάρων δραχμών, τετράδραχμο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τετράδραχμον: τό монета в четыре драхмы, четырехдрахмовик Plat., Plut.