Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
P. and V. ἡδονή, ἡ, χαρά, ἡ; see joy.
an object for rejoicing: use. adj., P. ἐπίχαρτος, or subs., V. ἐπίχαρμα, τό.