ὕστριξ

Revision as of 05:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ῐχος (but in Opp.C.3.391 ὑστρίγγων, from ὕστριγξ) ὁ and ἡ,

   A porcupine, Hystrix cristata, Hdt.4.192, Arist.HA490b29, 579a29, 600a28, Ael.NA1.31.    II in pl., something obtained from pigs, prob. bristles, Pl.Com.28.    III ὕστριχας (acc. pl.) ἢ σίδηρον as instruments of punishment, prob. whips, the cat, Ph. ap. Eus.PE 8.14; cf. sq. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὕστριξ: -ῐχος, (ἀλλ’ ἐν Ὀππ. Κυν. 3. 394 ὑστρίγγων, ἐκ τοῦ ὕστριγξ), ὁ καὶ ἡ, χερσαῖος ἐχῖνος, ὁ ἀκανθόχοιρος, κοινῶς «σκαντζόχοιρος», Hystrix cristata, μάλιστα δὲ Λυβικόν τι εἶδος αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 192, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 6., 6. 30, 2., 8. 17, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ τραχεῖαι τρίχες τοῦ χοίρου, «γουρουνότριχες», τὰ γὰρ κρέα ἥδιστ’ ἔχουσιν (οἱ ὕες), κοὐδὲν ἀφ’ ὑὸς γίγνεται πλὴν ὕστριχες Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 1, ἴδε Mangey εἰς Φίλωνα 2. 645. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τῶν λέξεων ὗς, θρὶξ τριχός).)

French (Bailly abrégé)

ιχος (ὁ, ἡ)
hérisson, porc-épic, animal.
Étymologie: ὗς, θρίξ.

Greek Monotonic

ὕστριξ: -ῐχος, ὁ και ἡ, σκαντζόχοιρος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ὕστριξ: ῐχος ὁ и ἡ дикобраз (Hystrix cristata) Her., Arst.