σκαντζόχοιρος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

σκαντζόχοιρος και σκατζόχειρος και σκαντζόχερος και σκαντζόχερας, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους εντομοφάγων, κυρίως, θηλαστικών erinaceus της οικογένειας erinaceidae, τα άτομα του οποίου φέρουν στη ράχη βελόνες αντί τριχώματος και έχουν την ικανότητα να συσφαιρώνονται προβάλλοντας έτσι αποτελεσματική αντίσταση στον εχθρό τους
2. μτφ. (για πρόσ.) δασύτριχο άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. ἀκανθόχοιρος.