κροῦσμα

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

κρουσματικός, v. κρουμ-.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, = κροῦμα; Ath. IV, 183 e; κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος Agath. 25 (V, 292).

Greek (Liddell-Scott)

κροῦσμα: κρουσματικός, = κρουμ-.

Greek Monolingual

το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) κρούω
νεοελλ.
1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας»)
2. καθεμιά από τις παραβάσεις του ποινικού ή του άγραφου ηθικού νόμου, ιδίως όταν αυτές παρουσιάζονται αλλεπάλληλα («κρούσματα αυτοκτονιών»)
3. εμφάνιση μεμονωμένης περίπτωσης
4. μουσ. μελωδική γραμμή που έχει ατελή κατάληξη
5. στον πληθ. τα κρούσματα
τα φαντάσματα («είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά», Παπαδ.)
μσν.
σφαγή
μσν.-αρχ.
1. χτύπημα, πλήγμα, κρούση
2. τραύμα («και πρίσμα έκ τοῡ κρούσματος γέγονε τῇ χειρί μου», Πρόδρ.)
3. μουσικός ήχος, ήχος από χτύπημα χορδής οργάνου («ἐπεὶ σέο μῡθον ἀκούειν ἤθελον ἢ κιθάρης κρούσματα Δηλιάδος», Ανθ.Παλ.)
4. ήχος που παράγεται από πνευστό όργανο
5. μουσική, μελωδία.

Greek Monotonic

κροῦσμα: -ατος, τό = κροῦμα, σε Ανθ.