λυρογηθής

Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the lyre, AP9.525.12, An.Par.4.350.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρογηθής: -ές, ὁ χαίρων, τερπόμενος τῇ λύρᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 525, Ἀν. Παρ. σ. 4. 350.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime la lyre.
Étymologie: λύρα, γηθάω.

Greek Monolingual

λυρογηθής, -ές (Α)
αυτός που τέρπεται παίζοντας λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»), πρβλ. δαφνο-γηθής, χθονο-γηθής].

Greek Monotonic

λῠρογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που χαίρεται, που τέρπεται από το παίξιμο της λύρας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠρογηθής: наслаждающийся лирой (Ἀπόλλων Anth.).