μελισμάτιον
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).
German (Pape)
[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).
Greek (Liddell-Scott)
μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.
Greek Monolingual
μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.
Greek Monotonic
μελισμάτιον: τό, υποκορ. του μέλισμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελισμάτιον: τό песенка Anth.